- ἰαμβίζω
- ἰαμβίζωassail in iambicspres subj act 1st sgἰαμβίζωassail in iambicspres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιαμβίζω — ἰαμβίζω (Α, Μ ἰαμβόζω) [ίαμβος] επιτίθεμαι εναντίον κάποιου με ιάμβους, σατιρίζω, σκώπτω, κακολογώ («ἐν τῷ μέτρῳ τούτῳ ἰάμβιζον ἀλλήλους», Αριστοτ.) αρχ. μιλώ σε ιαμβικό μέτρο («παῡε..... ἰαμβίζων», Λουκιαν.) … Dictionary of Greek
ἰαμβίζει — ἰαμβίζω assail in iambics pres ind mp 2nd sg ἰαμβίζω assail in iambics pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰαμβίζουσι — ἰαμβίζω assail in iambics pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἰαμβίζω assail in iambics pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰαμβίζειν — ἰαμβίζω assail in iambics pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰάμβιζον — ἰ̱άμβιζον , ἰαμβίζω assail in iambics imperf ind act 3rd pl ἰ̱άμβιζον , ἰαμβίζω assail in iambics imperf ind act 1st sg ἰαμβίζω assail in iambics imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ἰαμβίζω assail in iambics imperf ind act 1st sg (homeric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰάμβιζε — ἰ̱άμβιζε , ἰαμβίζω assail in iambics imperf ind act 3rd sg ἰαμβίζω assail in iambics pres imperat act 2nd sg ἰαμβίζω assail in iambics imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίαμβος — Μέτρο της αρχαίας ελληνικής ποίησης. Ο ιαμβικός πους (ί.) αποτελείται από δύο συλλαβές, μία βραχεία και μία μακρά. Η ετυμολογία της λέξης είναι αμφίβολη· η λέξη ί., όπως και οι θρίαμβος, διθύραμβος, είναι μάλλον προελληνικές. Πιθανόν να είχαν… … Dictionary of Greek
ιαμβιάζω — ἰαμβιάζω (Α) [ίαμβος] ιαμβίζω* … Dictionary of Greek
ιαμβισμός — ἰαμβισμός, ὁ (Μ) [ιαμβίζω] το να σατιρίζει κάποιος με ιάμβους … Dictionary of Greek
ιαμβιστής — ἰαμβιστής, ὁ (Α) [ιαμβίζω] αυτός που έγραφε ή τραγουδούσε ιάμβους … Dictionary of Greek